- κατακλύζομαι
- κατακλύζομαι, κατακλύστηκα, κατακλυσμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αιγυπτιάζω — αἰγυπτιάζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιγυπτίους 2. είμαι δόλιος, πανούργος, όπως οι Αιγύπτιοι 3. μιλώ την αιγυπτιακή γλώσσα 4. κατακλύζομαι, όπως η Αίγυπτος, από νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰγύπτιος. ΠΑΡ. μσν. αἰγυπτιασμός] … Dictionary of Greek
εκλιμνούμαι — ἐκλιμνοῡμαι ( όομαι) (Α) (για περιοχή) κατακλύζομαι από νερά, μεταβάλλομαι σε λίμνη … Dictionary of Greek
επαντλώ — ἐπαντλῶ, έω (Α) 1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι 2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.) 3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.) 4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι … Dictionary of Greek
θαλασσώνω — (Α θαλασσῶ, αττ. τ. θαλαττῶ, όω) [θάλασσα] 1. κατακλύζω με θαλασσινό νερό μια περιοχή τής ακτής («Νεῖλος θαλασσώσας τὴν Αἴγυπτον», Ηλιόδ.) 2. καθελκύω στη θάλασσα, ρίχνω στη θάλασσα νεοελλ. 1. πέφτω στη θάλασσα 2. προκαλώ αναστάτωση, φέρνω… … Dictionary of Greek
κατακλύζω — (AM κατακλύζω) 1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.) 2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό 3. (μέσ. παθ.) κατακλύζομαι είμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από … Dictionary of Greek
κυματώνω — (AM κυματῶ, όω) [κύμα] νεοελλ. 1. προκαλώ κυματισμό σε κάτι, τό κυματίζω ή κινούμαι κυματοειδώς 2. είμαι γεμάτος από κάτι, ξεχειλίζω, χύνω («πού κείνοι απού τα χείλη τως μέλι εκυματούσα», Ερωφ.) μσν. αρχ. 1. υψώνομαι σε κύματα («ὁ ποταμὸς… … Dictionary of Greek
λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… … Dictionary of Greek
πελαγίζω — ΝΜΑ [πέλαγος] πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώ («οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.) μσν. αρχ. (για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζω αρχ. 1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη … Dictionary of Greek
πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… … Dictionary of Greek
περικλύζω — ΜΑ παθ. περικλύζομαι 1. κατακλύζομαι από την θάλασσα 2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως αρχ. 1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω 2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό 3. βαπτίζω 4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη)… … Dictionary of Greek